Παφλαγών

Παφλαγών
Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φινέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της, κατά την παράδοση, η Παφλαγονία. Π. λεγόταν και ο κάτοικος της αρχαίας Παφλαγονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Παφλαγόνες ανόητους και η λέξη Π. σήμαινε τον φλύαρο και τον τιποτένιο.
* * *
-όνος, ὁ, Α
βλ. Παφλαγόνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παφλαγών — the country masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικά — Παφλαγών the country neut nom/voc/acc pl παφλαγονικά̱ , Παφλαγών the country fem nom/voc/acc dual παφλαγονικά̱ , Παφλαγών the country fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικῶν — Παφλαγών the country fem gen pl Παφλαγών the country masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικόν — Παφλαγών the country masc acc sg Παφλαγών the country neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικαῖς — Παφλαγών the country fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικοῖς — Παφλαγών the country masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικοί — Παφλαγών the country masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικοῦ — Παφλαγών the country masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικούς — Παφλαγών the country masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικῆς — Παφλαγών the country fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”